- ζεῖς
- ζέωboilpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)ζέωboilimperf ind act 2nd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
Μπακόλ, Λορίν — (Lauren Bacall, Νέα Υόρκη 1924 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Μπέτι Τζόαν Πέρσκε (Betty Joan Perske). Με σπουδές στην σχολή AADA στην γενέτειρα της, βαθιά φωνή και κοφτή εκφορά λόγου, η Μ. συνδέθηκε κυρίως … Dictionary of Greek
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
Γιμού, Ζαν — (Zhang Yimou, Κίνα 1950 –). Κινέζος σκηνοθέτης του κινηματογράφου και διευθυντής φωτογραφίας. Από τα μεγάλα ταλέντα της πέμπτης γενιάς δημιουργών της πατρίδας του, ξεκίνησε ως συνεργάτης των Τσεν Κάιγκε και Γου Τιάμινγκ. Με την πρώτη του… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek